Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Ο καφές μου.

Ξυπνούσα πάντοτε αργά.
Με έβρισκε το απομεσήμερο

κάτω από τα παπλώματα
μουδιασμένη,τσαλακωμένη και με κοκκινίλες .
Κάθε χειμώνα,
ο γλουτός μου υπέφερε 
εξαιτίας εκείνης της  ακινησίας που διατηρούσα στον ύπνο μου. 

Μόλις άνοιγα τα μάτια
το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν 
ήταν ο καφές και το τσιγάρο,
μπας και ξεμουδιάσω 
μήπως και φύγουν 
οι γραμμές από το δέρμα που μου είχαν δημιουργήσει τα σεντόνια. 

Είχα μια περίεργη σχέση 
με τον καφέ.
Τον λαχταρούσα 
κάθε μαύρο πρωινό 
και τον λησμονούσα 
τα παγωμένα βράδια,που ήταν κάτι σαν απαγορευμένο 
να πίνεις βράδυ τον καφέ σου.
Το έκανα όμως. 


Όταν τον έφτιαχνα μεσημέρι,
δε τον τελείωνα ποτέ.
Όχι γιατί δεν μου άρεσε.
Απλώς φοβόμουν.
Φοβόμουν,
μήπως και ξυπνήσω το επόμενο πρωί 
και δεν είχα καφέ να πιω. 

Ήταν που έφταιγε ο φόβος της απώλειας
και διάολε ,
το μισούσα όλο αυτό .
Μισούσα να χρειάζομαι .


Ήθελα όμως να είμαι σίγουρη,
ότι κάθε γαμημένο και ανιαρό πρωινό
θα υπάρχει μια κούπα μαύρου καφέ
να με περιμένει στο γραφείο μου .