Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Το Κρυφτό τελειώνει.

Όταν το δάκρυ κύλησε 
δεν σκέφτηκα το μέλλον μου,
μα το παρόν μου.
Τώρα τι κάνουμε;
Τώρα ποιοι είμαστε ;
Έχουμε πόλεμο
και πάντα θα έχουμε 
με την εξουσία. 

Βολεμένοι στο καναπέ
με το πεντακοσάρικο στην τσέπη.
Σας σιχαίνομαι,
μα πιο πολύ σας λυπάμαι.
Γιατί δεν έχετε τίποτα.
Και αυτό το μεγάλο σας τίποτα
είναι το πιο θλιβερό κεκτημένο 
που θα μπορούσατε να έχετε 
σε τούτο τον τόπο.

Σε θέλουν να φοβάσαι.
Σκυφτό και πονεμένο.
Χωρίς καμιά ελπίδα.
Διότι,
εγώ και εσύ και αυτός,
αποκτήσαμε τα πάντα.
Εκείνα τα πάντα,
που δεν θα τα κατανοήσουν ποτέ.
Εκείνα τα πάντα,
που δεν θα τους κάνουν ποτέ
ν'ανατριχιάσουν και να δακρύσουν.

Δεν ξέρουν.
Δεν γνωρίζουν
τι θα πει να πολεμάς
γι'αυτά που πιστεύεις.
Δεν αντιλαμβάνονται,
με τι σθένος τα υπερασπιζόμαστε.
Δεν καταλαβαίνουν σου λέω
και πίστεψε με.

Οι άνθρωποι εδώ,
ασφυκτιούν και αργοπεθαίνουν 
παίζοντας τα τύμπανά τους
που ηχούν τις μελωδίες 
της ζωής και της οργής,
σαν να υπάρχει,
μόνο το αύριο των παιδιών τους 
και το χτες των γονιών τους.

Φτου και βγαίνουμε.
Το παιχνίδι σας τελείωσε.
Αρχίστε να κρύβεστε
και να μετράτε αντίστροφα,
για την δική σας κακιά ώρα. 

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Η μικρή ουλή.

Μόνο εσύ,
παρατήρησες την μικρή ουλή 
στο μικρό μου δάχτυλο.
Την άγγιξες,
την επεξεργάστηκες με τα μάτια σου
και ύστερα
την φίλησες.

Θέλω να ξέρεις,
πως είμαι έτοιμη 
να την ανοίξω πάλι,
-κι ας μην θυμάμαι από τι προκλήθηκε-
και να βάλω μέσα,
όλα εκείνα 
που έχω φυλάξει για σένα.

Θα την γεμίσω με αίμα,
οινόπνευμα για να μας θυμίζει
τους πόνους του ανεκπλήρωτου 
και μπενταντίν,
που έβαζε η γιαγιά μου
για να επουλωθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Θέλω όμως,
να είσαι εκεί 
την στιγμή 
που θα ξετυλίγω την γάζα
για να δεις τον κόσμο,
που κρατούσα στα χέρια μου για σένα. 

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Άκου μαμά.

Μαμά,
δεν πιστεύω σε παγκόσμιες ημέρες.
Κάθε μέρα γιορτάζεις.
Γιορτάζεις από την στιγμή 
που γίνεσαι μητέρα.
Σε αυτόν τον κόσμο,
μάνα σε έφερε κι εσένα.
Κι ας μην προοριζόσουν 
εσύ η ίδια να γίνεις.

Άργησες,
και αργείς ακόμη πολύ
να πας κόντρα στην πατριαρχική κοινωνία.
Λένε,
πως αν δεν συμβιβαστείς
δεν τα καταφέρνεις.
Μα μην τους ακούς.
Κλείσε τ'αυτιά σου
και κατέρριψε τον μύθο
από τις ρίζες του.
Έδιωξες ήδη,
τον φαλλοκράτη που μας "έσπειρε" .
Διώξε και την ιδέα λοιπόν.

Γέννησες δύο κόρες.
Δύο κορίτσια,
σε μια κοινωνία που τις θεωρεί υποδεέστερες.
Σκληρές όμως.
Δεν θέλω να κοιτάς.
Θέλω να παρατηρείς,
εις βάθος.
Ίσως αύριο να μην υπάρχεις,
ούτε εγώ
ούτε κανείς.
Μα το τώρα,
υπάρχει μόνο μια φορά.

Δεν θέλω να μ'αγαπάς.
Θέλω να στέκεσαι.
Όπως κι εγώ.
Αν αντισταθείς,
μόνο τότε θ'αγαπήσεις.
Οι εύθραυστες καρδιές.
ποτέ δεν κέρδισαν,
την ασχήμια και την κακία τούτου του κόσμου. 


                                                                 Χρόνια πολλά μαμά. 

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Αθυρόστομη τρέλα .

Είναι μόνο η αρχή,
ενός απρόσμενου τέλους
που δεν θα επέλθει ποτέ.
Το τέλος ενός γραφιά ή ενός ζωγράφου
θα είναι επώδυνο,μακρύ,μια μαλακία
και κυρίως αφελές.

Όχι,δεν κουβαλάει καμία αρετή,
παρά μόνο,
ίσως μια τρέλα παραπάνω απ'αυτήν που θα'πρεπε 
για να "ενταχθεί" στην κανονικότητα.
Θα μπορούσε κάποιος
-εύκολα να πει-
ότι το έσκασε από την κλινική με ζουρλομανδύα .

Όχι,όχι δεν είναι για τον κόσμο.
Ειδικά όταν πίνει.
Γίνεται αλλοπρόσαλλη και απροσάρμοστη.
Αρνείται την ίδια της 
την ύπαρξη.
Και πριν καν αρχίσω να γράφω το παραπάνω,
συνέταξα,
στο κάτω μέρος του κιτρινισμένου χαρτιού
αυτή την πρόταση :

"Δεν είμαι τίποτα άλλο εκτός
από μια εγωιστική καριόλα."

Τα πάνω είναι άδεια
-πάντοτε-
Τα μόνα που γεμίζουν,
είναι τα κάτω,
όπως τ'αρχίδια για παράδειγμα. 

Το κορίτσι που δεν αγαπούσε την χημεία.

Το κορίτσι που κοιτούσε από το παράθυρο
είχε τον κόσμο στα χέρια της
και τον χάριζε στα πόδια της.
Χρειαζόταν την βροχή 
όπως το λουλούδι την άνοιξη,
για ν'ανοιχτεί. 
Είχαν στεγνώσει τα μέσα της
και έπρεπε να τα στύψει 
με κάθε τρόπο,με κάθε θυσία.
Είτε αυτό ήταν απολογισμός χαμένων επιθυμιών,
είτε άμεση και στυγνή 
δολοφονία των σκέψεών της.
Γιατί οι σκέψεις,
είναι σαν τις χημικές ουσίες
και υπαίτιος είναι πάντοτε ο διαλύτης 
που δημιουργεί,
εκείνη την καταστρεπτική,
διαλυμένη ουσία για το μυαλό.
Χωρίς να ρωτά
την θερμοκρασία και την πίεση για να δράσει
σε τυχόν έκρηξή του.

Το κορίτσι,
που κοιτούσε από το παράθυρο της Αθήνας,
ήθελε απλά να καπνίσει,
χωρίς να της διαλυθεί το σύμπαν 
που είχε χτίσει μέσα σε λίγα λεπτά.
Μα πως μπορούσε,
να πετάξει το φλεγόμενο τσιγάρο στο νερό 
χωρίς να διαιρεθούν και να φθαρούν 
τα άτομα... ;

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ είχε δίκιο.

Έρχεσαι στο ύπνο μου,
τα γλυκά και τεμπέλικα 
απογεύματα του θέρους.
Γλιστράς ανάμεσα στα πόδια μου
όπως ο ήλιος,
που λούζει τα ξερά στάχυα 
και διαχέει την φωτεινότητα του
σε όλο το "εύρος" του φυτού.

Γεύεσαι την μπύρα σου
που έχει φτάσει στο ζενίθ της
μετά από την ύψιστη παραγωγή της.
Και δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή
από το να ρουφήξω,
την ωριμότητα από τα χείλη σου 
και σου ρίξω μια σταγόνα παιδικότητας
και ξεπερασμένης εφηβείας
στο είναι σου.

Είναι και αυτό το άτιμο το καλοκαίρι
που εντείνει,
την ανώριμη,ασυλλόγιστη και επικίνδυνη επιθυμία μου
να εξερευνήσω,
κάθε ικμάδα του μεσήλικα εγκεφάλου σου
και να σου φιλήσω τα μάτια
-που τόσο ζηλεύω-
που είναι τόσο υγρά όσο τα δικά μου.

Κι εσύ
-ίσως δε με νοιάζει-
θα προτιμούσα 
να ενδώσεις,
μόνο για ένα βράδυ αμαρτίας
και ύστερα να μην μου ξαναμιλήσεις
από την ντροπή σου.
Να νιώσεις όμως,
εκείνη την καύλα 
που σίγουρα δεν θα "ασπαστείς"
για τα επόμενα 35 χρόνια. 

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Χολή.

Θολή όραση από τα φάρμακα.
Τους φαρμακώνετε 
με "περίσσια" ανθρωπιά.
Φάρμακα και φάρμακα.
Να μην βλέπουν.
Να μην ακούν. 
Να αγνοούν 
και να πενθούν. 

Ένα χέρι βοηθείας 
ούτε καν να απλωθεί.
Είναι πλέον θαύμα αν θα σωθεί.
Και δεν φαντάζεσαι 
πόσο σιχαίνομαι τις ομοιοκαταληξίες. 
Όμοια θα καταλήξουμε όλοι μας
στον θάνατο.
Αν είναι να γίνεις καλά,
θα περάσει μόνο του ο,τι είναι. 

Μας έπεισαν πως είμαστε όλοι άρρωστοι.
Με αδύναμο μυαλό,
μαλακή σάρκα για φάγωμα
και οστά εύθραυστα,
φτιαγμένα από γυαλί.

Σας μισώ.
Εσάς τους γιατρούς.
Τις φαρμακοβιομηχανίες,
τα επιτεύγματα 
και την προχωρημένη τεχνολογία σας
για την καλύτερη εξασφάλιση 
της ζωής του ανθρώπου. 

Σας σιχάθηκα,
που φτιάξατε έναν κόσμο πλάνο 
και ιδεατό 
ικανό να υπάρξει 
μόνο στα μάτια των "μεγάλων".

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Ερωτικά παράξενη.

Έχω, 
μια παράξενη συνήθεια.

Να συνδέομαι ερωτικά,
μ'εκείνους που τους μαύρισε η ψυχή
πριν ακόμα το καταλάβουν.
Μ'εκείνους τους τρελούς και τους αλλοπαρμένους,
που μου εκμυστηρεύτηκαν 
κάθε χιλιοστό 
της ζωής τους,
χωρίς συμβιβασμούς και δισταγμούς. 

Κι ας μην το έμαθαν ποτέ.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Οι κασέτες που χάθηκαν.

Φωνή μάνας ακούστηκε,
θέλοντας κάτι να μου πει.
Άσχημα σκέφτηκα εγώ.
Όχι όμως,όχι.
Απλά μου χάρισε συλλεκτικές κασέτες,
που τις βάζεις στο κασετόφωνο 
και ακούς το γουργούρισμα τους.
Ξέρει,
πως με τα μικρά πράγματα ευχαριστιέμαι.
Ο,τι κι αν είναι.

Ήρθε εκείνος ο κύριος
και δώρισε τις κασέτες 
στην μητέρα μου.
Σε τρεις μήνες,
πεθαίνει από καρκίνο.
Τον τρώει κι αυτόν
και του παίρνει τις αναμνήσεις
που η μουσική του έφτιαξε.

Από τα γράμματα καταλαβαίνεις τον άνθρωπο.
Ήρεμος,γαλήνιος φαινόταν
και τώρα δεν μιλιέται.
Και οι κασέτες αυτές,
με 28 χρόνια στις "πλάτες" τους,
με τραγούδια γραμμένα ακόμα και στην Αμερική,
ξέρεις,
εκείνα της ξενιτιάς και της εργατικής τάξης,
που γράφτηκαν για να μην ξεχαστούν
απ'τους δικούς τους. 

Χτυπάω τις κασέτες,
πάνω κάτω,πάνω κάτω
και κάνουν εκείνον τον περίεργο ήχο
κτουκ  κτουκ , κτουκ  κτουκ
σαν ξεχαρβαλωμένο,σκονισμένο ρολόι,
ξαναγεννώντας
τις μελωδίες που πήραν μαζί τους 
αυτοί που πέθαναν 
και θάβοντας εκείνες
που δεν βγήκαν ποτέ από τα λαρύγγια και τις χορδές.

Και εγώ νιώθω τυχερή,
που τις απέκτησα
από έναν άνθρωπο που πεθαίνει
και δεν θέλει να πεθάνουν κι αυτές μαζί του.
Και ίσως,

πάλι εγώ θα είμαι η τυχερή
που μετά από χρόνια σε κάποιο πόλεμο
θα βρεθώ στα χαλάσματα ενός σπιτιού

αναζητώντας παλιές κασέτες
και ξεγραμμένα ημερολόγια.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Τα γρήγορα της βροχής.

Βρέχει πάλι,
βγαίνω στο μπαλκόνι 
κάνω το τσιγάρο μου
και απλώνω τα χέρια στον ουρανό
να τον αγκαλιάσω 
για την κάθαρση που μου προσφέρει.

Η βροχή δεν τελειώνει ποτέ,
μόνο σταματάει,
Και ενώ βρέχει τα ακροδάχτυλα των ποδιών μου
βουλιάζω στον βάλτο των σκέψεων
και στην περιδίνηση που μου προσφέρει
στα αχαρτογράφητα μονοπάτια του μυαλού. 

Οι μικροί πρόσφυγες.

Ο Σάκης,
έγραψε το όνομα του
στις όχθες ενός ποταμού 
που θα διέσχιζε μετά τον πόλεμο,
ελπίζοντας να μην πνιγεί.

Ο Σάκης,
έγραψε το όνομα του στον ήλιο
με την ελπίδα να μην το κάψει,
καθώς περπατά
στα μονοπάτια της ελευθερίας.

Και ο Κασίμ,
χάραξε  και το δικό του όνομα
στον τοίχο ενός φάρου,
ώστε να μην ξεχαστεί
την ώρα που θα πνίγεται 
στις θάλασσες της Μεσογείου.

Ο Σάκης και ο Κασίμ όμως,
ζωγράφισαν και νίκησαν. 



(αφορμή του κειμένου αποτέλεσαν οι ζωγραφιές μικρών προσφύγων.)

Τα τραγούδια που μιλούν.

Συνηθίζω να μην ακολουθώ 
εκείνους που μου χαλάν 
την μουσική αρμονία 
μέσα στο κεφάλι και τ'αυτιά μου. 
Τους μισώ.
Κι ακόμα περισσότερο,
αν δεν τους αρέσουν 
τα τραγούδια μου.

Και τι πάει να πει 
δεν μπορείς να χορέψεις 
το τραγούδι μου ;;;
Ακόμα κι όταν μιλάς,
κουνώντας τα χέρια σου
χορός είναι,
που βγάζει συναισθήματα και λέξεις.

Αν δεν μπορέσεις να χορέψεις
το τραγούδι της βίας,
είσαι μέρος της.
Αν δεν μπορείς να νιώσεις την ανατριχίλα
είσαι κομμάτι της αδράνειας.

Γι'αυτό σε μισώ,
γιατί τα τραγούδια εκείνα που μιλούν,
δεν γράφτηκαν για σένα.
Μα για 'μένα
και για κείνο,
που θα τα ζήσει χορεύοντας τα. 

Εποχ(τ)ές.

Εκείνη η βροχή της άνοιξης,
που ποτίζει το χώμα 
και μυρίζει η καρδιά της γης.
Σε ώρες μουντές
και ανιαρές 
σαν τις ώρες 
της άχαρης ζωής μας.

Άνθισαν τα λέλουδα 
κι ετσακίστηκε η ψυχή μου
από τούτη δα
την απλότητα,
που προσφέρει η υγρασία.

Κι αυτή η μούχλα,
εκεί,
μια αιωνιότητα,
να επισκιάζει 
κάθε μου επιθυμία.
Και να φεύγει,
μαζί με το έαρ και το θέρος,
στο τέλος κάθε φθινοπώρου,
κι εγώ ανίκανη πια
άρχισα να ξεθωριάζω,
σε τούτο τον κόσμο.