Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Όλα μου τα πάθη κατέληγαν σε ένα σιφόνι.

Κάθισα οκλαδόν,
στην γαλάζια μπανιέρα
ρίχνοντας το νερό στο στήθος μου,
καυτό,να με ζεστάνει .
Τα μάτια μου
βάραιναν από τους ατμούς. 

Συνειδητοποίησα όμως,
πως η πλάτη μου είχε παγώσει
-ίσως καιρό τώρα- 
ψιθύρισα από μέσα μου.
Την έβρεξα,
να ξεπλυθεί κι απ΄κει η παγωνιά της προδοσίας. 

Γύρισα μπροστά το νερό 
και μούλιασα το δεξί μου χέρι,
ενώ το αριστερό 
-που ήταν κατά κάποιο τρόπο η προέκταση ενός εσωτερικού ρυθμικού οργάνου-
μπήκε κάτω από το κρύο,που έτρεχε λιγοστό 
κάτω από την χαλασμένη βρύση. 

Η πλάτη ξαναπάγωσε. 
"Κάψε την" είπα εγώ 
και γύρισα το νερό εκεί.
Τσουρουφλίστηκε,
όπως ένα δέντρο στις φλόγες.
Μα η η παγωνιά δεν έφυγε.

Ήταν όμως και η τελευταία προσπάθεια.

Έκλεισα τις βρύσες,
σκουπίστηκα,
έκλεισα το φως
και προσπάθησα να το αφήσω πίσω μου.

Όχι όμως.
"Πάλι θα κοιμηθώ 
λίγες ώρες ή και καθόλου"
είπα. 

Έτσι ζούσα,
με την αμφιβολία μην τυχόν και ξεμείνω 
από ζεστό νερό 
και δεν έχω ένα σιφόνι να κρύψω 
τα ανέλπιδα θέλω μου
και τα ανεκπλήρωτα πάθη 
της χαραμισμένης μου ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου